ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
ΤΑΞΗ Β ΛΥΚΕΙΟΥ
Α. ΜΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Μόνιμη εργασία τέλος!
«Μόνιμη δουλειά; Ξεχάστε το. Δεν υπάρχει πλέον τέτοιος όρος. Θα έλεγα καλύτερα, σταθερή εργασία». Ο πρόεδρος του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού είναι κατηγορηματικός: οι αλλαγές που θα γίνουν στο εργασιακό τοπίο τα επόμενα χρόνια θα είναι τέτοιες, που, για να διατηρεί κάποιος την εργασία του, θα πρέπει να παρακολουθεί διαρκώς τις εξελίξεις στον τομέα του. Αλλά και η εργασία δε θα είναι αυτή που ξέραμε ως τώρα. Ώσπου να βγουν στη σύνταξη, οι εργαζόμενοι του μέλλοντος θα αναγκασθούν να αλλάξουν αρκετά επαγγέλματα. Πόσα; Εξαρτάται. Όσοι δεν έχουν σοβαρό υπόβαθρο γνώσεων θα αλλάξουν πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους επαγγέλματα. Αντιθέτως, όσοι διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις αναμένεται να μετακινούνται σε διάφορες ειδικότητες του ίδιου κλάδου απασχόλησης.
Τα τελευταία χρόνια, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, στις οποίες έχουν γίνει μελέτες για τις επιπτώσεις της συχνής αλλαγής εργασίας, έχουν προκύψει αρκετά παράδοξα. Παραδείγματος χάριν, οι εργοδότες προτιμούν να προσλαμβάνουν άτομα νεαρής ηλικίας, τα οποία είναι περισσότερο εξοικειωμένα με τις νέες τεχνολογίες, εκπαιδεύονται πιο εύκολα και αποτελούν ένα είδος «μελλοντικής επένδυσης», αφού αργότερα θα «βγάλουν» τα λεφτά που ξόδεψε γι’ αυτά ο εργοδότης τους. Αυτοί, όμως, έχουν τις μικρότερες πιθανότητες να μείνουν πολλά χρόνια στην ίδια δουλειά. Οι εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στην ηλικία των 25 ετών μπορεί να προσαρμόζονται γρηγορότερα στις απαιτήσεις μιας επιχείρησης, αλλά εγκαταλείπουν τη δουλειά ευκολότερα απ’ ό,τι οι εργαζόμενοι των 50 ετών. Οι τελευταίοι δεν είναι ιδιαίτερα δεκτικοί στη συνεχή εκπαίδευση και στην απόκτηση νέων προσόντων, αλλά είναι πιο έμπειροι και αφοσιωμένοι στην επιχείρηση.
Άλλο ένα παράδοξο αφορά την επέκταση των νέων μορφών απασχόλησης, όπως η τηλεργασία. Αν και διατηρεί τα πλεονεκτήματά της, χρειάζονται δηλαδή μικρότερα γραφεία, άρα και λιγότερα κτίρια, μειώνονται οι μετακινήσεις με το αυτοκίνητο και τα έξοδα για βενζίνη, αυξάνει ωστόσο το κόστος για τη συντήρηση και την αναβάθμιση των δικτύων, καθώς και η ανάγκη για προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης. Επίσης, τίθεται υπό αμφισβήτηση η εκτίμηση ότι με τη χρήση της τεχνολογίας θα άλλαζε η ζωή των εργαζομένων, ειδικά όσων ήταν παντρεμένοι και είχαν παιδιά, αφού θα εργάζονταν στο σπίτι τους. Τελικά αποδείχτηκε ότι το σύστημα αυτό δεν είναι λειτουργικό, όταν χρειάζεται να γίνουν ξαφνικές αλλαγές στην παραγωγή και οι εργαζόμενοι δυσανασχετούν από την έλλειψη συναδελφικής συναναστροφής και «συγκατοίκησης». Μάλιστα, ορισμένες επιχειρήσεις που επανέφεραν τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά στη δουλειά είδαν την απόδοσή τους να ανεβαίνει.
Δ. Κρουστάλλη, εφημ. Το Βήμα, 6.2.2000 (διασκευή).
ΘΕΜΑΤΑ
Α1.Να κρατήσετε συνοπτικές σημειώσεις από την τρίτη παράγραφο του κειμένου, για να πληροφορήσετε τους συμμαθητές σας για την τηλεργασία (50-60 λέξεις).
(μονάδες 15)
Α2. Να χαρακτηρίσετε, με βάση το κείμενο, τις παρακάτω προτάσεις ως Σωστές ή Λανθασμένες ( μονάδες 10)
Στο μέλλον οι περισσότεροι άνθρωποι θα μείνουν άνεργοι. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορεί κάποιος στο μέλλον να διατηρήσει την εργασία του. Η εξειδίκευση προφυλάσσει τον εργαζόμενο από τις αλλαγές εργασίας. Σύμφωνα με αμερικανική έρευνα, ένας λόγος για τον οποίο οι νέοι σε ηλικία προσλαμβάνονται από τους εργοδότες είναι γιατί μαθαίνουν πιο γρήγορα. Σύμφωνα με αμερικανική έρευνα, οι εργαζόμενοι μεγαλύτερης ηλικίας μένουν πιστοί στην επιχείρηση που τους προσλαμβάνει.
Β1.
(μονάδες 10)
Β2.α.Με βάση τα στοιχεία που δίνει η τρίτη παράγραφος, να δώσετε έναν δικό σας ορισμό για την τηλεργασία (μονάδες 5)
Β2. β. μειώνονται οι μετακινήσεις με το αυτοκίνητο και τα έξοδα για βενζίνη : ποια σύνταξη προτίμησε εδώ ο συγγραφέας και γιατί ( μονάδες 5)
Β2. γ. Να αιτιολογήσετε το θαυμαστικό που υπάρχει στον τίτλο και στη συνέχεια να το αντικαταστήσετε με ερωτηματικό. Τι αλλάζει στο νόημα; ( μονάδες 5)
Β2.δ. Να γράψετε από ένα συνώνυμο για καθεμία από τις παρακάτω λέξεις προσέχοντας ώστε να μην αλλοιώνεται το νόημα του κειμένου ( μονάδες 10)
Γ. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΛΟΓΟΥ ( μονάδες 50)
Διαβάζετε το παραπάνω κείμενο στα πλαίσια των δημιουργικών εργασιών για το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας. Με αφορμή αυτό, γράφετε ένα άρθρο (300 λέξεων) -που πρόκειται να αποτελέσει μέρος της συνολικής εργασίας της ομάδας σας- στο οποίο αναφέρετε τις προκλήσεις και τα εμπόδια που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο εργαζόμενος στο μέλλον.
Β. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Νικηφόρος Βρεττάκος «Άνεργοι»
Του εργοστασίου η πόρτα, είναι από σίδερο· έχει
στο μέσο δυο κάγκελα. Και πίσω απ’ τα κάγκελα
δυο μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απ’ έξω,
χέρια και πρόσωπα που κάνουν μια κίνηση
όλα μαζί, κρατούν την ανάσα, σκύβουν ν’ ακούσουν.
«Μεσημέριασε, φύγετε. Ο κύριος
διευθυντής δε θά ’ρθει. Αύριο πάλι
πρωί. Πιο πρωί».
Χαμηλώνουν τα πρόσωπα, στέκονται αμήχανα.
Ύστερα, φεύγοντας, κοιτάζουνε γύρω τους
σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο – όχι
να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.
Να ρίξουν τα χέρια τους.
(Από τη συλλογή, Το βάθος του κόσμου, 1961)
ΘΕΜΑΤΑ
Α)
Ποιες λέξεις- φράσεις συμβολίζουν από τη μία την αγωνία των ανέργων και από την άλλη την απελπισία τους; (15 μονάδες). Να συμπληρώσετε με αυτές τον παρακάτω πίνακα
«Του εργοστασίου η πόρτα, είναι από σίδερο· έχει στο μέσο δυο κάγκελα. Και πίσω απ’ τα κάγκελα
δυο μάτια που σφάζουν»
Πώς περιγράφει ο ποιητής την πόρτα του εργοστασίου; Τι μπορεί να συμβολίζουν οι λέξεις που χρησιμοποιεί; Γιατί επιλέγει να αρχίσει με αυτή την περιγραφή το ποίημα; (μονάδες 15)
Β)
Να βρείτε δύο (2) διαφορετικά εκφραστικά μέσα του ποιήματος. (μονάδες 10)
Το ποίημα θεωρείτε ότι ανήκει στην παραδοσιακή ή στη μοντέρνα ποίηση; Ποια από τα παρακάτω στοιχεία σας βοηθούν στην επιλογή σας; Ελεύθερος στίχος, ομοιοκαταληξία, πεζολογικός τόνος, μέτρο, προσεγμένη στιχουργική, σύμβολα, υπερρεαλιστικές εικόνες, ίσος αριθμός στίχων σε κάθε στροφή, αντιποιητικές λέξεις, καθημερινό λεξιλόγιο ( μονάδες 10)
Να παραθέσετε τους στίχους οι οποίοι καταγράφονται σε ευθύ λόγο. Να αναφέρετε δύο (2) λόγους που ο Ν. Βρεττάκος χρησιμοποιεί ευθύ λόγο στο ποίημά του. ( μονάδες 10)
Γ. Διαβάζετε το ποίημα και νιώθετε την ανάγκη να γράψετε στο ιστολόγιό σας ή στον «τοίχο» σας τις σκέψεις σας για τους ανθρώπους που και σήμερα μένουν άνεργοι. Το κείμενό σας θα μπορούσε να αρχίζει: Οι άνεργοι του Βρεττάκου ψάχνουν ένα βάραθρο για να ρίξουν τα χέρια τους…
Για εξάσκηση στη σύγκριση- αντίθεση/ Για εξάσκηση στην ηθογραφία/ Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενότητα εργασία- επάγγελμα
ΤΟ ΓΙΑΛΟΞΥΛΟ ( 1905)( Από την Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών)
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Ποῦ θραύεται μὲ ἀφροὺς λύσσης τὸ κῦμα, καὶ ὀργώνει τὸ πέλαγος ἄγριος ὁ βορρᾶς; Ἐκεῖ, ὄπισθεν τῆς χαμηλῆς ράχης, ὁποὺ κορυφοῦται εἰς ὑψηλὴν ἀκτὴν πρὸς τὰ βασίλεια τοῦ πόντου, ἁπλώνεται μέγας, ἀχανὴς ὁ κῆπος τοῦ Σαγρῆ τοῦ Γιώργη. Οἱ φράκται του εἶναι ἀπὸ κυδωνιές, εἰς τὴν μίαν πλευράν, ἀπὸ καλαμῶνα καὶ πυκνοὺς θάμνους εἰς τὴν ἄλλην. Ὅλη ἡ ἐργασία τοῦ Γιώργη ἔχει τὴν σφραγῖδα τῆς φιλοκαλίας. Οἱ γείτονές του ὅλοι τὸν ἐζηλοφθονοῦσαν. Αὐτῶν τὰ χωράφια καὶ τὰ ἰδιόκτητα, καὶ ὅσα ὡς κολλῆγαι ἔπαιρναν ὡς μισακά, ποτὲ δὲν ἐκαρποῦσαν. Τοῦ Γιώργη ἀπέδιδαν ἑκατονταπλάσιον καρπόν. Τὴν ἄλλην χρονιὰν ὁ Γιώργης, διὰ νὰ τοὺς εὐχαριστήσῃ, παρῃτεῖτο ἀπὸ τὴν κολληγιάν, καὶ παρέδιδεν εἰς αὐτοὺς τὰ χωράφια. Πλὴν τοῦ κάκου, δὲν ἐκαρποῦσαν. Εἶχε κάποιαν εὐλογίαν ὁ Γιώργης. Ἦτο ἀληθινός, ἀρχαϊκός, λείψανον τοῦ παρελθόντος. Σπάνιον δεῖγμα ἀνθρώπου εἰς τὰς ἡμέρας μας.
Ἀνατολικῶς τοῦ κήπου, ἐσχίζετο ἡ χθαμαλὴ ἀκτὴ πρὸς τὸν αἰγιαλόν, καὶ ἦτο χείμαρρος, καὶ ἦτο χαράδρα, τὴν ὁποίαν εἶχαν σχηματίσει οἱ ὄμβροι ἄνωθεν, καὶ τὰ κύματα τοῦ Γραίου κάτωθεν. Εἰς τὸ μέσον τῆς χαράδρας, ὀλίγας ὀργυιὰς ἀπὸ τὸ κῦμα, ἦτο ἡ βάρκα τοῦ μπαρμπα-Γιώργη, συρμένη ἔξω διαρκῶς. Εἰς τὰ νιᾶτά του, καίτοι χωρικός, ἠγάπα ὁ Σαγρῆς νὰ γιαλεύῃ* ἐνίοτε, καὶ νὰ βγαίνῃ στὸ πυροφάνι τὰς ἀσελήνους νύκτας.
Δίπλα εἰς τὴν βάρκαν τὴν συρμένην ἦτο ἓν γιαλόξυλο, τεράστιον ξύλον, ὅμοιον μὲ κορμὸν γίγαντος, μὲ κολοβὰ ἄκρα χελώνης, χωρὶς βραχίονας καὶ σκέλη.
Πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων εὑρίσκετο ἐδῶ, μισοχωμένο στὴν ἄμμον, τὸ γιαλόξυλο αὐτό. Διὰ νὰ τὸ σηκώσουν ἐχρειάζετο ἡ δύναμις διπλοῦ ζεύγους βοῶν. Καὶ κανεὶς δὲν ἐφρόντισε νὰ τὸ μετακινήσῃ, διότι θὰ ἦτο ἀκριβὸν μετάλλευμα, ἂν ἐπρόκειτο νὰ μετακομισθῇ πρὸς χρῆσιν εἰς τὴν πολίχνην. Ἀπὸ πολλῶν λησμονημένων χρόνων, τὸ βωβὸν ξύλον, διηγεῖτο τὴν ἄφωνον ἱστορίαν του, ἱστορίαν ναυαγίου καὶ φρίκης, ἀπὸ τῆς ἡμέρας καθ’ ἣν ὁ ὑλοτόμος τὸ εἶχε ρίψει μὲ στιβαροὺς κτύπους πελέκεως εἰς τὸ βουνόν, μέχρι τῆς ἡμέρας καθ’ ἥν, ἀφοῦ ὁ ναυπηγὸς τὸ ἐπελέκησε, καὶ τὸ ἐτοποθέτησεν ἐν ἁρμονίᾳ μετ’ ἄλλων ξύλων εἰς τὸ σκάφος, τὸ πλοῖον συνετρίβη εἰς τοὺς ὑπὸ τὸ κῦμα ὑπούλους βράχους, καὶ αὐτὸ ἀποσπασθὲν ἔπλευσεν, ἐβούλιαξε, καὶ ἡ σύρτις τὸ ἔφερε καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν αἰγιαλόν, ὅμοιον μὲ φύλλον φθινοπώρου, βαρὺ φύλλον τῆς αἰωνιότητος ― λευκὴν σελίδα μὲ μυστηριώδη γράμματα, τῆς ἱστορίας τοῦ πόνου…
***
Ὁ Νάσος ὁ Κοψίδας ἦτο τριακοντούτης, μεγαλόσωμος, μὲ ἡλιοκαές, πλατὺ πρόσωπον. Ἦτο γείτων τοῦ Γιώργη τοῦ Σαγρῆ. Ἔσπερνε χωράφια, ἔβοσκε πρόβατα, καὶ προκοπὴν δὲν ἔβλεπεν. Ἔκλεφτε γίδια. Ὀλίγα τινὰ ἕρμαια τοῦ ἐτύχαιναν κάποτε εἰς τὸν ἔρημον ἐκεῖνον αἰγιαλόν. Συντρίμματα ναυαγίων, ὄχι πελώρια, ὅπως τὸ γιαλόξυλον ἐκεῖνο τὸ μοναδικόν, ἔφερνεν ἔξω τὸ κῦμα. Ὄχι σπανίως, κατὰ τὰς φοβερὰς ἐκείνας τρικυμίας τῶν ἀρχῶν τοῦ χειμῶνος, συνέβαινε να ἐκβράσῃ ἡ θάλασσα ζαλισμένους ἀστακούς, κ’ ἕνα πελώριον ὀρφόν, ζωντανὸν καὶ ἀσπαίροντα, δώδεκα ὀκάδων τὸ βάρος. Τοιαῦτα ἦσαν τὰ τυχηρὰ τοῦ Νάσου τοῦ Κοψίδα.
Ποῦ ἡ μακαρία ἐκείνη ἐποχή, ―δὲν ἦσαν πολλὰ χρόνια ἔκτοτε, ἀλλὰ πόσον γρήγορα τὰ παρόντα γίνονται παρελθόντα!― ὁπόταν, εἰς τὸν καιρὸν τοῦ τρύγου, ἀπὸ χρονιὰν εἰς χρονιὰν, ὁ Νάσος ἔκλεφτεν ―ἢ μᾶλλον ἐδανείζετο ἀναρώτα*― τὴν βάρκαν τὴν συρμένην τοῦ καλοῦ γείτονός του, τὴν ἔρριπτε μὲ τοὺς ἡρακλείους βραχίονάς του εἰς τὴν θάλασσαν, τὴν ἐφόρτωνε μὲ πέντε ἢ ἓξ μεγάλες κόφες σταφύλια κλεμμένα, ἔμβαινε κι αὐτὸς μέσα, ἐγύριζε τὴν πλώρην πρὸς τὸ πέλαγος, καὶ κάμνων γουργούλαν* μὲ τὸ κωπίον εἰς τὴν πρύμνην, νύκτα, εἰς τὸν αἰγιαλὸν τοῦ ἀντικρυνοῦ χωρίου, τὴν Πλατάναν, ἐπωλοῦσε τὸ ἐμπόρευμά του εἰς τοὺς πελάτας ποὺ ἤξευρε, (ἦσαν οἰνοποιοί, ἔχοντες τοὺς ληνούς των εἰς τὴν παραθαλασσίαν*, καὶ αὐτὸς τοὺς ἐξύπνα μεσάνυχτα), ἐγύριζεν εἰς τὴν βάρκαν του, καὶ μὲ τὴν γουργούλα πάλιν, εἰς ἑπτὰ μιλίων πλοῦν, νύκτα ἀκόμη, κατέπλεεν εἰς τὴν μικρὰν ἀκτήν, καὶ πάλιν ἔσυρε τὴν βαρκούλαν εἰς τὴν θέσιν της, δίπλα στὸ γιαλόξυλον!…
Τώρα οἱ καιροὶ εἶχον ἀλλάξει πλέον. Κάπως τὸν εἶχον μάθει, καὶ δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ κάμῃ τέτοια ἀλαφρεμπόρια*. Περίεργον ὅτι καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἰδῇ κανείς, φήμη ἀόριστος γεννᾶται, καὶ τὸ πρᾶγμα «μαθεύεται». Ἡ θάλασσα «τὸ λέγει τοῦ κουπιοῦ», καὶ τὸ κουπὶ τὸ λέγει… εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
Μίαν τῶν ἡμερῶν, ὁ Γιώργης ὁ Σαγρῆς, θέλων νὰ νουθετήσῃ κάπως τὸν γείτονά του, εἶπε:
— Κοίταξε καλά, Νάσο· ἡ βάρκα πάλιωσε πλέον· κάνει νερά.
Ὁ Νάσος ἀπήντησε:
—Ἡσύχασε, γείτονα· ξέρω κολύμπι.
Ὁ Γιώργης ἦτο ἑπόμενον ἐκ τῆς κοινῆς φήμης καὶ αὐτὸς νὰ μάθῃ ὅτι ὁ Κοψίδας τοῦ εἶχε κλέψει ἐπανειλημμένως τὴν βάρκαν. Ἀλλ’ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ προσβάλῃ ἀποτόμως τὸν Νάσον, ἂν καὶ δι’ αὐτοψίας εἶχε βεβαιωθῆ ὅτι ἡ συρμένη βάρκα εἶχε πλεύσει.
***
Ἂν ἤξευρε καλὸ κολύμπι ὁ Νάσος ὁ Κοψίδας, τὸ ἀπέδειξεν ἐσχάτως, τὸ φθινόπωρον. Εἶχε κλέψει δύο ἢ τρεῖς φορὰς ἐρίφια ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς τοῦ βουνοῦ, τοὺς ὁδηγοῦντας κάποτε κάτω εἰς τὸν αἰγιαλὸν τὰ κοπάδια των, διὰ ν’ ἁρμυρίσουν*.
Ἀλλὰ τί νὰ τὰ κάμῃ τὰ κλεμμένα ἐρίφια ὁ Νάσος; Δὲν ἦτο μεγάλη στεριά, ὅπως δυνηθῇ νὰ τὰ κάμῃ ἄφαντα ἐν τῷ ἅμα. Ἀπὸ τὸν ἕνα γιαλὸν τῆς νήσου εἰς τὸν ἄλλον ἦτο μόνον τεσσάρων ὡρῶν δρόμος.
Πρὸς τ’ ἀνατολικὰ τῆς μικρὰς ἀκτῆς, τῆς χαράδρας, ἦτο τὸ Ἀσπρόνησον, βραχῶδες λευκὸν νησίον, ἔρημον καὶ ἄγονον, τὸ ὁποῖον ἀσπρίζει εἰς τὸν ἥλιον ὡς νὰ εἶναι χιονισμένον. Ἐκεῖ εἶν’ αἱ φωλεαὶ τῶν γλάρων καὶ ἄλλων θαλασσίων ὀρνέων, κατὰ καιροὺς δὲ ἔχουν ριγμένα ἐπάνω κουνέλια· ἐνίοτε ἀκούονται αἴγαγροι νὰ βελάζουν θλιβερῶς πρὸς τὸ κῦμα, ὅταν βλέπουν κανένα ψαρὰν μὲ τὴν βάρκαν του νὰ παραπλέῃ. Τὸ νησίον ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀκτὴν ὑπὲρ τὰς ἑκατὸν ὀργυιὰς τόπον.
Ὁ ἄξιος Νάσος, νύκτα καὶ σκότος ἐγυμνώθη, ἐφορτώθη τὰ κατσίκια εἰς τοὺς πλατεῖς ὤμους του, ἀσφαλίσας αὐτὰ διὰ σχοινίου περὶ τὸν τράχηλόν του, ἐρρίφθη εἰς τὸ κῦμα, καὶ κολυμβῶν μὲ ἀπίστευτον τόλμην, ἔφθασεν εἰς τὸ Ἀσπρόνησον. Τὸν ἆθλον τοῦτον φαίνεται ὅτι ἔπραξε δύο ἢ τρεῖς φοράς. Ἐκεῖ ἐνεπιστεύθη τὰ κλεμμένα ἐρίφιά του. Καὶ ἀπὸ τὴν ράχην ἀντικρύ, καθὼς ἔβοσκε καθ’ ἑκάστην τὰ πρόβατά του, τὰ ἐθώπευε μὲ τὸ ὄμμα, καὶ ἠπείλει νὰ πετροβολήσῃ μὲ πελώρια κοτρώνια κάθε ψαρὰν ἢ πορθμέα ὁ ὁποῖος θὰ ἐτολμοῦσε νὰ τοῦ τὰ διαμφισβητήσῃ. Ἦσαν ἰδικόν του θήραμα.
Τέλος, ἦλθαν τὰ Χριστούγεννα, καὶ ὁ Νάσος ἐσκέφθη, ἂν ἔκαμνε νερὰ ἢ ὄχι ἡ συρμένη δίπλα εἰς τὸ γιαλόξυλον παλαιὰ βάρκα τοῦ Σαγρῆ τοῦ γείτονός του, ὅτι ἔπρεπε νὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ μίαν φορὰν ἀκόμη.
Καὶ τὴν βαθεῖαν νύκτα, ὅταν τὸ δρέπανον τῆς σελήνης ἦτο εἰς ἀκμὴν* νὰ κρυβῇ ὄπισθεν τῶν δυτικῶν βουνῶν, ἐξέσκαψε γύρω-γύρω τὴν ἄμμον, ἔστησε τὴν μικρὰν σκάφην, καὶ τὴν ἔσπρωξε πρὸς τὴν θάλασσαν. Ἐμβῆκε, καὶ μὲ τὸ μοναδικὸν κωπίον ἐλαύνων ἔφθασεν εἰς τὸ Ἀσπρόνησον. Ἐξησφάλισε τὴν βάρκαν, ἀνέβη εἰς τὴν ἀπότομον ράχην τοῦ νησιοῦ, ἔκραξε τὰ ἐρίφιά του, καὶ τὰ συνέλαβε. Εἶχε ρίψει πέντε ἐπάνω εἰς τὸ ἐρημόνησον. Τὰ τέσσαρα ἔπιασε μὲ τοὺς βραχίονάς του, τὸ ἓν ἔλειπε. Τὸ ἀνεζήτησε, τὸ ἐκάλεσεν· ἀπήντησε μόνη ἡ ἠχὼ τῶν θαλασσίων ἄντρων, καὶ οἱ πτερυγισμοὶ τῶν φευγόντων γλάρων. Τὸ ἐρίφιον δὲν ἐφάνη. Ἢ τὸ εἶχεν ἁρπάσει ὁ θαλασσαετός, ἢ τὸ εἶχαν ξεφαντώσει οἱ θαλασσινοὶ… ἄνθρωποι.
Τέλος, ἐπεβίβασε τὰ τέσσαρα ἐρίφια, καὶ ἀπῆλθε. Εἰς ὀλίγα λεπτὰ θὰ ἔφθανεν εἰς τὴν ἀκτήν.
Πλὴν τότε εἶδεν ὅτι ἡ φελούκα ἔκαμνε νερὰ πράγματι. Εἰς τὸν ἀνάπλουν δὲν τὸ εἶχε ψηφίσει, ἐπειδὴ ἦτο μικρὸν τὸ κακό. Εἰς τὴν σπουδὴν καὶ ἀνυπομονησίαν του, εἶχε ξεχάσει νὰ πάρῃ μαζί του μίαν φλάσκαν ποιμενικήν, διὰ νὰ βγάζῃ τὰ νερά. Πλὴν τώρα, εἶχε παραγίνει. Ἡ φελούκα ἦτον μισοβουλιαγμένη τῷ ὄντι.
Τὰ ἐρίφια ἔπλεον μέσα εἰς τὸ νερόν, καὶ αὐτὸς ἦτον πνιγμένος ὣς τὸ γόνα. Ὁ δρόμος τῆς βάρκας ἐκόπτετο ἀπὸ τὸ βάρος. Ἡ θάλασσα ἤθελε τὸ ἰδικόν της, διεξεδίκει τὸ θῦμά της.
Τέλος, χωρὶς νὰ βουλιάξῃ ὅλως διόλου ἀκόμη, κατώρθωσε νὰ φθάσῃ μέχρι βολῆς λίθου ἀπὸ τῆς ἀκτῆς. Τότε ἀγκάλιασε τὰ τέσσαρα ἐρίφια, ἄφησε τὴν βάρκαν νὰ βουλιάξῃ, κ’ ἐρρίφθη εἰς τὸ κῦμα. Μετὰ μίαν ἢ δύο ὀργυιὰς ἀφοῦ ἔπλευσε, ἐβίασε τὸ φορτίον του νὰ πλέῃ, ἔφθασεν εἰς τὰ ρηχά. Τὰ ἐρίφια ἐβέλαζον θλιβερῶς. Ἦτο εὐτυχὴς διότι δὲν ἐβιάσθη νὰ κάμῃ ἀβαρίαν.
Ἀπὸ τὴν ἄμμον τοῦ αἰγιαλοῦ, τὸν ἐχαιρέτισε μὲ εἰρωνείαν ἡ φωνὴ τοῦ Γιώργη τοῦ Σαγρῆ:
— Δὲ σοῦ εἶπα, Νάσο, πὼς ἡ βάρκα ἔκανε νερά;
Ὁ Νάσος, μισοπνιγμένος, ἀποστάζων ἀφροὺς καὶ ἅρμην, σφίγγων μὲ τὰς χεῖρας τὰ τέσσαρα ἐρίφια, ἀπήντησε:
— Δὲν ἔπαθε τίποτα ἡ βάρκα Γιῶργο, τὸ πρωὶ τὴν ξεβουλιοῦμε… Νὰ γλυτώσουμε πρῶτα τὰ ζωντανά, ἡ μέρα πού ᾽ναι αὔριο.
Ἐξημέρωνε Χριστούγεννα.
(1905)
Α’ δημοσίευση: Ἐφημ. Πατρίς (τοῦ Βουκουρεστίου), 25 Δεκεμβρίου (7 Ἰανουαρίου) 1905, σ. 2.
ΤΟ ΓΙΑΛΟΞΥΛΟ ( 1905)( Από την Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών)
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Ποῦ θραύεται μὲ ἀφροὺς λύσσης τὸ κῦμα, καὶ ὀργώνει τὸ πέλαγος ἄγριος ὁ βορρᾶς; Ἐκεῖ, ὄπισθεν τῆς χαμηλῆς ράχης, ὁποὺ κορυφοῦται εἰς ὑψηλὴν ἀκτὴν πρὸς τὰ βασίλεια τοῦ πόντου, ἁπλώνεται μέγας, ἀχανὴς ὁ κῆπος τοῦ Σαγρῆ τοῦ Γιώργη. Οἱ φράκται του εἶναι ἀπὸ κυδωνιές, εἰς τὴν μίαν πλευράν, ἀπὸ καλαμῶνα καὶ πυκνοὺς θάμνους εἰς τὴν ἄλλην. Ὅλη ἡ ἐργασία τοῦ Γιώργη ἔχει τὴν σφραγῖδα τῆς φιλοκαλίας. Οἱ γείτονές του ὅλοι τὸν ἐζηλοφθονοῦσαν. Αὐτῶν τὰ χωράφια καὶ τὰ ἰδιόκτητα, καὶ ὅσα ὡς κολλῆγαι ἔπαιρναν ὡς μισακά, ποτὲ δὲν ἐκαρποῦσαν. Τοῦ Γιώργη ἀπέδιδαν ἑκατονταπλάσιον καρπόν. Τὴν ἄλλην χρονιὰν ὁ Γιώργης, διὰ νὰ τοὺς εὐχαριστήσῃ, παρῃτεῖτο ἀπὸ τὴν κολληγιάν, καὶ παρέδιδεν εἰς αὐτοὺς τὰ χωράφια. Πλὴν τοῦ κάκου, δὲν ἐκαρποῦσαν. Εἶχε κάποιαν εὐλογίαν ὁ Γιώργης. Ἦτο ἀληθινός, ἀρχαϊκός, λείψανον τοῦ παρελθόντος. Σπάνιον δεῖγμα ἀνθρώπου εἰς τὰς ἡμέρας μας.
Ἀνατολικῶς τοῦ κήπου, ἐσχίζετο ἡ χθαμαλὴ ἀκτὴ πρὸς τὸν αἰγιαλόν, καὶ ἦτο χείμαρρος, καὶ ἦτο χαράδρα, τὴν ὁποίαν εἶχαν σχηματίσει οἱ ὄμβροι ἄνωθεν, καὶ τὰ κύματα τοῦ Γραίου κάτωθεν. Εἰς τὸ μέσον τῆς χαράδρας, ὀλίγας ὀργυιὰς ἀπὸ τὸ κῦμα, ἦτο ἡ βάρκα τοῦ μπαρμπα-Γιώργη, συρμένη ἔξω διαρκῶς. Εἰς τὰ νιᾶτά του, καίτοι χωρικός, ἠγάπα ὁ Σαγρῆς νὰ γιαλεύῃ* ἐνίοτε, καὶ νὰ βγαίνῃ στὸ πυροφάνι τὰς ἀσελήνους νύκτας.
Δίπλα εἰς τὴν βάρκαν τὴν συρμένην ἦτο ἓν γιαλόξυλο, τεράστιον ξύλον, ὅμοιον μὲ κορμὸν γίγαντος, μὲ κολοβὰ ἄκρα χελώνης, χωρὶς βραχίονας καὶ σκέλη.
Πρὸ ἀμνημονεύτων χρόνων εὑρίσκετο ἐδῶ, μισοχωμένο στὴν ἄμμον, τὸ γιαλόξυλο αὐτό. Διὰ νὰ τὸ σηκώσουν ἐχρειάζετο ἡ δύναμις διπλοῦ ζεύγους βοῶν. Καὶ κανεὶς δὲν ἐφρόντισε νὰ τὸ μετακινήσῃ, διότι θὰ ἦτο ἀκριβὸν μετάλλευμα, ἂν ἐπρόκειτο νὰ μετακομισθῇ πρὸς χρῆσιν εἰς τὴν πολίχνην. Ἀπὸ πολλῶν λησμονημένων χρόνων, τὸ βωβὸν ξύλον, διηγεῖτο τὴν ἄφωνον ἱστορίαν του, ἱστορίαν ναυαγίου καὶ φρίκης, ἀπὸ τῆς ἡμέρας καθ’ ἣν ὁ ὑλοτόμος τὸ εἶχε ρίψει μὲ στιβαροὺς κτύπους πελέκεως εἰς τὸ βουνόν, μέχρι τῆς ἡμέρας καθ’ ἥν, ἀφοῦ ὁ ναυπηγὸς τὸ ἐπελέκησε, καὶ τὸ ἐτοποθέτησεν ἐν ἁρμονίᾳ μετ’ ἄλλων ξύλων εἰς τὸ σκάφος, τὸ πλοῖον συνετρίβη εἰς τοὺς ὑπὸ τὸ κῦμα ὑπούλους βράχους, καὶ αὐτὸ ἀποσπασθὲν ἔπλευσεν, ἐβούλιαξε, καὶ ἡ σύρτις τὸ ἔφερε καὶ τὸ ἔρριψεν εἰς τὸν αἰγιαλόν, ὅμοιον μὲ φύλλον φθινοπώρου, βαρὺ φύλλον τῆς αἰωνιότητος ― λευκὴν σελίδα μὲ μυστηριώδη γράμματα, τῆς ἱστορίας τοῦ πόνου…
***
Ὁ Νάσος ὁ Κοψίδας ἦτο τριακοντούτης, μεγαλόσωμος, μὲ ἡλιοκαές, πλατὺ πρόσωπον. Ἦτο γείτων τοῦ Γιώργη τοῦ Σαγρῆ. Ἔσπερνε χωράφια, ἔβοσκε πρόβατα, καὶ προκοπὴν δὲν ἔβλεπεν. Ἔκλεφτε γίδια. Ὀλίγα τινὰ ἕρμαια τοῦ ἐτύχαιναν κάποτε εἰς τὸν ἔρημον ἐκεῖνον αἰγιαλόν. Συντρίμματα ναυαγίων, ὄχι πελώρια, ὅπως τὸ γιαλόξυλον ἐκεῖνο τὸ μοναδικόν, ἔφερνεν ἔξω τὸ κῦμα. Ὄχι σπανίως, κατὰ τὰς φοβερὰς ἐκείνας τρικυμίας τῶν ἀρχῶν τοῦ χειμῶνος, συνέβαινε να ἐκβράσῃ ἡ θάλασσα ζαλισμένους ἀστακούς, κ’ ἕνα πελώριον ὀρφόν, ζωντανὸν καὶ ἀσπαίροντα, δώδεκα ὀκάδων τὸ βάρος. Τοιαῦτα ἦσαν τὰ τυχηρὰ τοῦ Νάσου τοῦ Κοψίδα.
Ποῦ ἡ μακαρία ἐκείνη ἐποχή, ―δὲν ἦσαν πολλὰ χρόνια ἔκτοτε, ἀλλὰ πόσον γρήγορα τὰ παρόντα γίνονται παρελθόντα!― ὁπόταν, εἰς τὸν καιρὸν τοῦ τρύγου, ἀπὸ χρονιὰν εἰς χρονιὰν, ὁ Νάσος ἔκλεφτεν ―ἢ μᾶλλον ἐδανείζετο ἀναρώτα*― τὴν βάρκαν τὴν συρμένην τοῦ καλοῦ γείτονός του, τὴν ἔρριπτε μὲ τοὺς ἡρακλείους βραχίονάς του εἰς τὴν θάλασσαν, τὴν ἐφόρτωνε μὲ πέντε ἢ ἓξ μεγάλες κόφες σταφύλια κλεμμένα, ἔμβαινε κι αὐτὸς μέσα, ἐγύριζε τὴν πλώρην πρὸς τὸ πέλαγος, καὶ κάμνων γουργούλαν* μὲ τὸ κωπίον εἰς τὴν πρύμνην, νύκτα, εἰς τὸν αἰγιαλὸν τοῦ ἀντικρυνοῦ χωρίου, τὴν Πλατάναν, ἐπωλοῦσε τὸ ἐμπόρευμά του εἰς τοὺς πελάτας ποὺ ἤξευρε, (ἦσαν οἰνοποιοί, ἔχοντες τοὺς ληνούς των εἰς τὴν παραθαλασσίαν*, καὶ αὐτὸς τοὺς ἐξύπνα μεσάνυχτα), ἐγύριζεν εἰς τὴν βάρκαν του, καὶ μὲ τὴν γουργούλα πάλιν, εἰς ἑπτὰ μιλίων πλοῦν, νύκτα ἀκόμη, κατέπλεεν εἰς τὴν μικρὰν ἀκτήν, καὶ πάλιν ἔσυρε τὴν βαρκούλαν εἰς τὴν θέσιν της, δίπλα στὸ γιαλόξυλον!…
Τώρα οἱ καιροὶ εἶχον ἀλλάξει πλέον. Κάπως τὸν εἶχον μάθει, καὶ δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ κάμῃ τέτοια ἀλαφρεμπόρια*. Περίεργον ὅτι καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἰδῇ κανείς, φήμη ἀόριστος γεννᾶται, καὶ τὸ πρᾶγμα «μαθεύεται». Ἡ θάλασσα «τὸ λέγει τοῦ κουπιοῦ», καὶ τὸ κουπὶ τὸ λέγει… εἰς ὅλον τὸν κόσμον.
Μίαν τῶν ἡμερῶν, ὁ Γιώργης ὁ Σαγρῆς, θέλων νὰ νουθετήσῃ κάπως τὸν γείτονά του, εἶπε:
— Κοίταξε καλά, Νάσο· ἡ βάρκα πάλιωσε πλέον· κάνει νερά.
Ὁ Νάσος ἀπήντησε:
—Ἡσύχασε, γείτονα· ξέρω κολύμπι.
Ὁ Γιώργης ἦτο ἑπόμενον ἐκ τῆς κοινῆς φήμης καὶ αὐτὸς νὰ μάθῃ ὅτι ὁ Κοψίδας τοῦ εἶχε κλέψει ἐπανειλημμένως τὴν βάρκαν. Ἀλλ’ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ προσβάλῃ ἀποτόμως τὸν Νάσον, ἂν καὶ δι’ αὐτοψίας εἶχε βεβαιωθῆ ὅτι ἡ συρμένη βάρκα εἶχε πλεύσει.
***
Ἂν ἤξευρε καλὸ κολύμπι ὁ Νάσος ὁ Κοψίδας, τὸ ἀπέδειξεν ἐσχάτως, τὸ φθινόπωρον. Εἶχε κλέψει δύο ἢ τρεῖς φορὰς ἐρίφια ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς τοῦ βουνοῦ, τοὺς ὁδηγοῦντας κάποτε κάτω εἰς τὸν αἰγιαλὸν τὰ κοπάδια των, διὰ ν’ ἁρμυρίσουν*.
Ἀλλὰ τί νὰ τὰ κάμῃ τὰ κλεμμένα ἐρίφια ὁ Νάσος; Δὲν ἦτο μεγάλη στεριά, ὅπως δυνηθῇ νὰ τὰ κάμῃ ἄφαντα ἐν τῷ ἅμα. Ἀπὸ τὸν ἕνα γιαλὸν τῆς νήσου εἰς τὸν ἄλλον ἦτο μόνον τεσσάρων ὡρῶν δρόμος.
Πρὸς τ’ ἀνατολικὰ τῆς μικρὰς ἀκτῆς, τῆς χαράδρας, ἦτο τὸ Ἀσπρόνησον, βραχῶδες λευκὸν νησίον, ἔρημον καὶ ἄγονον, τὸ ὁποῖον ἀσπρίζει εἰς τὸν ἥλιον ὡς νὰ εἶναι χιονισμένον. Ἐκεῖ εἶν’ αἱ φωλεαὶ τῶν γλάρων καὶ ἄλλων θαλασσίων ὀρνέων, κατὰ καιροὺς δὲ ἔχουν ριγμένα ἐπάνω κουνέλια· ἐνίοτε ἀκούονται αἴγαγροι νὰ βελάζουν θλιβερῶς πρὸς τὸ κῦμα, ὅταν βλέπουν κανένα ψαρὰν μὲ τὴν βάρκαν του νὰ παραπλέῃ. Τὸ νησίον ἀπέχει ἀπὸ τὴν ἀκτὴν ὑπὲρ τὰς ἑκατὸν ὀργυιὰς τόπον.
Ὁ ἄξιος Νάσος, νύκτα καὶ σκότος ἐγυμνώθη, ἐφορτώθη τὰ κατσίκια εἰς τοὺς πλατεῖς ὤμους του, ἀσφαλίσας αὐτὰ διὰ σχοινίου περὶ τὸν τράχηλόν του, ἐρρίφθη εἰς τὸ κῦμα, καὶ κολυμβῶν μὲ ἀπίστευτον τόλμην, ἔφθασεν εἰς τὸ Ἀσπρόνησον. Τὸν ἆθλον τοῦτον φαίνεται ὅτι ἔπραξε δύο ἢ τρεῖς φοράς. Ἐκεῖ ἐνεπιστεύθη τὰ κλεμμένα ἐρίφιά του. Καὶ ἀπὸ τὴν ράχην ἀντικρύ, καθὼς ἔβοσκε καθ’ ἑκάστην τὰ πρόβατά του, τὰ ἐθώπευε μὲ τὸ ὄμμα, καὶ ἠπείλει νὰ πετροβολήσῃ μὲ πελώρια κοτρώνια κάθε ψαρὰν ἢ πορθμέα ὁ ὁποῖος θὰ ἐτολμοῦσε νὰ τοῦ τὰ διαμφισβητήσῃ. Ἦσαν ἰδικόν του θήραμα.
Τέλος, ἦλθαν τὰ Χριστούγεννα, καὶ ὁ Νάσος ἐσκέφθη, ἂν ἔκαμνε νερὰ ἢ ὄχι ἡ συρμένη δίπλα εἰς τὸ γιαλόξυλον παλαιὰ βάρκα τοῦ Σαγρῆ τοῦ γείτονός του, ὅτι ἔπρεπε νὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ μίαν φορὰν ἀκόμη.
Καὶ τὴν βαθεῖαν νύκτα, ὅταν τὸ δρέπανον τῆς σελήνης ἦτο εἰς ἀκμὴν* νὰ κρυβῇ ὄπισθεν τῶν δυτικῶν βουνῶν, ἐξέσκαψε γύρω-γύρω τὴν ἄμμον, ἔστησε τὴν μικρὰν σκάφην, καὶ τὴν ἔσπρωξε πρὸς τὴν θάλασσαν. Ἐμβῆκε, καὶ μὲ τὸ μοναδικὸν κωπίον ἐλαύνων ἔφθασεν εἰς τὸ Ἀσπρόνησον. Ἐξησφάλισε τὴν βάρκαν, ἀνέβη εἰς τὴν ἀπότομον ράχην τοῦ νησιοῦ, ἔκραξε τὰ ἐρίφιά του, καὶ τὰ συνέλαβε. Εἶχε ρίψει πέντε ἐπάνω εἰς τὸ ἐρημόνησον. Τὰ τέσσαρα ἔπιασε μὲ τοὺς βραχίονάς του, τὸ ἓν ἔλειπε. Τὸ ἀνεζήτησε, τὸ ἐκάλεσεν· ἀπήντησε μόνη ἡ ἠχὼ τῶν θαλασσίων ἄντρων, καὶ οἱ πτερυγισμοὶ τῶν φευγόντων γλάρων. Τὸ ἐρίφιον δὲν ἐφάνη. Ἢ τὸ εἶχεν ἁρπάσει ὁ θαλασσαετός, ἢ τὸ εἶχαν ξεφαντώσει οἱ θαλασσινοὶ… ἄνθρωποι.
Τέλος, ἐπεβίβασε τὰ τέσσαρα ἐρίφια, καὶ ἀπῆλθε. Εἰς ὀλίγα λεπτὰ θὰ ἔφθανεν εἰς τὴν ἀκτήν.
Πλὴν τότε εἶδεν ὅτι ἡ φελούκα ἔκαμνε νερὰ πράγματι. Εἰς τὸν ἀνάπλουν δὲν τὸ εἶχε ψηφίσει, ἐπειδὴ ἦτο μικρὸν τὸ κακό. Εἰς τὴν σπουδὴν καὶ ἀνυπομονησίαν του, εἶχε ξεχάσει νὰ πάρῃ μαζί του μίαν φλάσκαν ποιμενικήν, διὰ νὰ βγάζῃ τὰ νερά. Πλὴν τώρα, εἶχε παραγίνει. Ἡ φελούκα ἦτον μισοβουλιαγμένη τῷ ὄντι.
Τὰ ἐρίφια ἔπλεον μέσα εἰς τὸ νερόν, καὶ αὐτὸς ἦτον πνιγμένος ὣς τὸ γόνα. Ὁ δρόμος τῆς βάρκας ἐκόπτετο ἀπὸ τὸ βάρος. Ἡ θάλασσα ἤθελε τὸ ἰδικόν της, διεξεδίκει τὸ θῦμά της.
Τέλος, χωρὶς νὰ βουλιάξῃ ὅλως διόλου ἀκόμη, κατώρθωσε νὰ φθάσῃ μέχρι βολῆς λίθου ἀπὸ τῆς ἀκτῆς. Τότε ἀγκάλιασε τὰ τέσσαρα ἐρίφια, ἄφησε τὴν βάρκαν νὰ βουλιάξῃ, κ’ ἐρρίφθη εἰς τὸ κῦμα. Μετὰ μίαν ἢ δύο ὀργυιὰς ἀφοῦ ἔπλευσε, ἐβίασε τὸ φορτίον του νὰ πλέῃ, ἔφθασεν εἰς τὰ ρηχά. Τὰ ἐρίφια ἐβέλαζον θλιβερῶς. Ἦτο εὐτυχὴς διότι δὲν ἐβιάσθη νὰ κάμῃ ἀβαρίαν.
Ἀπὸ τὴν ἄμμον τοῦ αἰγιαλοῦ, τὸν ἐχαιρέτισε μὲ εἰρωνείαν ἡ φωνὴ τοῦ Γιώργη τοῦ Σαγρῆ:
— Δὲ σοῦ εἶπα, Νάσο, πὼς ἡ βάρκα ἔκανε νερά;
Ὁ Νάσος, μισοπνιγμένος, ἀποστάζων ἀφροὺς καὶ ἅρμην, σφίγγων μὲ τὰς χεῖρας τὰ τέσσαρα ἐρίφια, ἀπήντησε:
— Δὲν ἔπαθε τίποτα ἡ βάρκα Γιῶργο, τὸ πρωὶ τὴν ξεβουλιοῦμε… Νὰ γλυτώσουμε πρῶτα τὰ ζωντανά, ἡ μέρα πού ᾽ναι αὔριο.
Ἐξημέρωνε Χριστούγεννα.
(1905)
Α’ δημοσίευση: Ἐφημ. Πατρίς (τοῦ Βουκουρεστίου), 25 Δεκεμβρίου (7 Ἰανουαρίου) 1905, σ. 2.
- Τι τίτλο θα δίνατε εσείς στο κείμενο; Γιατί πιστεύετε πως ο Παπαδιαμάντης διάλεξε αυτόν τον τίτλο;
- Ποια είναι τα πρόσωπα του διηγήματος; Ποιο είναι το ήθος τους; Ο συγγραφέας τα χαρακτηρίζει ο ίδιος ή αφήνει να φανεί ο χαρακτήρας τους δυναμικά , δηλαδή μέσα από τα λόγια και τις πράξεις τους;
- Γιατί νομίζετε πώς σώθηκε ο Νάσος; Πού την αποδίδει ο Παπαδιαμάντης;
- Ο αστυφύλακας συλλαμβάνει το Νάσο τη στιγμή που αποβιβάζεται, δηλαδή ξημερώματα Χριστουγέννων, κι ενώ είναι μπροστά ο Γιώργης. Να γράψετε τον διάλογο μεταξύ των τριών προσώπων.
ΓΙΑ ΑΡΧΗ
Β ΛΥΚΕΙΟΥ
Η φλογερή καρδιά του Ντανκό
Τον πιο παλιό καιρό ζούσε εδώ μία κοινότητα Ανθρώπων. Γύρω απ’τις τρεις μεριές του οικισμού, ήταν το Μαύρο Δάσος. Και από την τέταρτη, η απέραντη στέπα. Για πολύ καιρό ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν γαλάζιος, και έτσι οι Άνθρωποι ήταν γενναίοι και ευτυχισμένοι.
Μα κάποια μέρα, ήρθανε απ’ την στέπα άλλοι Άνθρωποι, πιο νέοι, πιο βάρβαροι, πιο δυνατοί και έδιωξαν τους πρώτους, βαθιά μέσα στο Μαύρο Δάσος. Έλη τους περικύκλωσαν και βάλτοι και το σκοτάδι ήτανε πυκνό. Άρχισαν να πεθαίνουν, ο ένας μετά τον άλλο, απ’ τα κουνούπια και τον μολυσμένο αέρα. Τότε, γυναίκες και παιδιά, αρχίσανε τους θρήνους και όλοι μαζί κάθισαν να σκεφτούν σαν τι θα κάνουν.
-Δύο δρόμοι ανοίγονται για μας. Ο ένας, προς τα πίσω. Μα εκεί, βρίσκονται οι δυνατοί εχθροί μας. Ο άλλος μπροστά, πέρα απ’ τα Μαύρα Δάση, εκεί που τα μεγάλα δέντρα, με τα πανίσχυρα κλωνιά τους αγκαλιάζονται κι οι κόμποι απ’ τις γυμνές τους ρίζες βυθίζονται βαθιά, στη λιπαρή τη λάσπη.
Και το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα μεγάλα δέντρα –δέντρα πέτρινα- στεκόντουσαν βουβά και ακίνητα, μέσα στο μαύρο θάμπος και πιο σφιχτά πλησίαζαν το να το άλλο, τριγύρω στους Ανθρώπους. Μα εκείνοι είχαν συνηθίσει την απλωσιά της στέπας και πιο πολύ τους στένευε το Δάσος, παρά θηλιά κρεμάλας στο λαιμό τους.
Και η Ώρα χτύπησε Έντεκα. Και όμως, κάποτε ήταν δυνατοί και θα μπορούσαν να νικήσουν. Μα τώρα, κάτω απ’ τα πυκνά κλαδιά, χάθηκε η ψυχή και –ίσως- το σώμα. Και οι θρήνοι γέννησαν την Φρίκη. Και οι Μάνες κλαίγανε τους πεθαμένους. Και οι ζωντανοί αλυσοδέθηκαν από τον Φόβο. Λόγια δειλίας άρχισαν να ακούγονται μέσα στο Δάσος. Και ήθελαν στους εχθρούς να παν και γονατίζοντας να τους προσφέρουν τη λευτεριά τους.
Και είπε ο Ντανκό:
-Σύντροφοι, δεν κυλάει η πέτρα με την σκέψη μόνο. Όποιος δεν κάνει τίποτε, δεν του συμβαίνει τίποτε. Γιατί να σπαταλιέται η δύναμή μας στον καημό; Πάμε στο Δάσος και ας το περάσουμε ως πέρα. Σίγουρα θα χει κάποιο τέλος. Όλα στον Κόσμο έχουν ένα τέλος. Εμπρός λοιπόν!
-Οδήγησε μας, με μια φωνή είπανε όλοι. Και ξεκίνησαν.
Και σε κάθε βήμα, ο Βάλτος –άπληστο σάπιο στόμα- καταβρόχθιζε Ανθρώπους. Σαν φίδια απλωθήκανε παντού οι ρίζες και κάθε βήμα το πληρώνανε με αίμα. Περπάτησαν πολύ καιρό και όλο πύκνωναν τα σκοτάδια. Κουράστηκαν και άρχισαν να γκρινιάζουν για τον Ντάνκο και έλεγαν πως, άδικα, νέος και άπειρος τους έσυρε εδώ κάτω –κι ας είχαν όλοι τους συμφωνήσει.
Και κάποτε, στο Δάσος μπόρα ξέσπασε. Και έγινε το σκοτάδι πιο μαύρο και απ’της Κόλασης τις νύχτες. Μα ο Ντανκό περπατούσε πάντα εμπρός. Και τα κλαδιά των δέντρων τους κυκλώσανε. Και κεραυνοί σκίζανε τον αιθέρα. Όλο δυνάμεις και πιο λίγες τους απόμεναν. Μα εκείνος περπατάει πάντα μπρος –«ένας αυτός, και ζει για χίλιους». Τσάκισαν και έχασαν το θάρρος τους και ρίξανε το φταίξιμο στον Ντανκό.
-«Σας οδηγώ εγώ», μας είπες! -Σας οδήγησα. Μα εσείς; Σέρνεστε όλο πιο πολύ στη λάσπη, μπουσουλώντας με τα τέσσερα, σα ζώα. Σκοτείνιασαν τα μάτια τους και φάνηκε μέσα σ’ αυτά η λάμψη του θανάτου. «Κοίτα τους», μονολόγησε, «πριν όλοι φίλοι, τώρα όλοι τους θηρία» και λάμψανε τα μάτια του σαν φάροι. Και βλέποντάς το αυτό, σκέφτηκαν πως τρελάθηκε και πως, γι αυτό -έτσι ζωηρά- φλογίστηκε η ματιά του και φυλάχτηκαν. Και σαν κοπάδι λύκων –που θήραμα μυρίστηκε- μαζεύτηκαν, γιατί περίμεναν πως θα ριχτεί πάνω τους πρώτος. Και άρχισε να στενεύει γύρω του ο κλοιός. Και αυτός κατάλαβε τη σκέψη τους και η σκέψη γέννησε στην φλογερή καρδιά του το παράπονο. Και όλο το Δάσος άρχισε να ψέλνει το μαύρο, πένθιμο τραγούδι του. Και ο κεραυνός βροντάει και η βροχή πέφτει ασταμάτητα.
-«Αν δεν καώ εγώ –αν δεν καείς εσύ- πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως;» φώναξε, κι απ’ τη Βροντή πιο δυνατά. Και έσκισε με τα χέρια του το στήθος του και έβγαλε από μέσα την καρδιά του και την κρατάει ψηλά, απ’ τα κεφάλια πάνω των Ανθρώπων. Αναλαμπάδιασε η Καρδιά –σαν ήλιος- και το σκοτάδι διαλύθηκε μέσα στο φως. Και οι Άνθρωποι –κατάπληκτοι- μαρμάρωσαν.
-Εμπρός, φωνάζει ο Ντανκό και ρίχνεται μπροστά, στην πρωτινή του θέση, ψηλά κρατώντας την Φλεγόμενη Καρδιά του -που φώτιζε την Μοίρα των Ανθρώπων. Τον ακολούθησαν σαν μαγεμένοι. Το Δάσος αντιβούισε έκπληκτο, μα η βοή του πνίγηκε στον Ήχο των Χρωμάτων. Και τώρα πέθαιναν, μα πέθαιναν δίχως παράπονα και παρακάλια. Έτρεχαν γρήγορα μπροστά, με γενναιότητα το Φως του Φάρου ακολουθώντας –την Καρδιά του. Και ο Ντανκό πάντα προχωρούσε προς τα εμπρός και η Φλόγα της Καρδιάς του όλο φούντωνε και φούντωνε. Και τέλειωσε το Δάσος. Και έμεινε πίσω τους, βουβό. Και στα λιβάδια πέρα, στη μεγάλη στέπα σαν ξεμύτισαν, λούστηκαν ξαφνικά από ηλιόφως και καθαρό αέρα ξεπλυμένο απ’ την βροχή. Και έλαμψε ο ήλιος και πέρα, το ποτάμι, σαν φιδίσιο σώμα αντιφέγγισε. Σουρούπωνε. Κατά το λιόγερμα, άρχισε να φαντάζει κόκκινο –σαν αίμα- το ποτάμι. Και εκείνος, χαμογέλασε περήφανα.
Και έγινε η Ώρα, Δώδεκα. Στο χώμα πέφτει και η Μάνα Γη προστάζει, και λουλούδια τον αγκάλιασαν. Και δεν τον πρόσεξε κανείς που έπεσε κάτω. Και μόνο η γενναία του Καρδιά ακόμα άναβε. Και ένας, την πρόσεξε. Και –φοβισμένος- με το πόδι του την πάτησε. Και η Φλογερή Καρδιά του Ντανκό, χάθηκε για πάντα.» ( Μ. Γκόρκι)
Β ΛΥΚΕΙΟΥ
Η φλογερή καρδιά του Ντανκό
Τον πιο παλιό καιρό ζούσε εδώ μία κοινότητα Ανθρώπων. Γύρω απ’τις τρεις μεριές του οικισμού, ήταν το Μαύρο Δάσος. Και από την τέταρτη, η απέραντη στέπα. Για πολύ καιρό ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν γαλάζιος, και έτσι οι Άνθρωποι ήταν γενναίοι και ευτυχισμένοι.
Μα κάποια μέρα, ήρθανε απ’ την στέπα άλλοι Άνθρωποι, πιο νέοι, πιο βάρβαροι, πιο δυνατοί και έδιωξαν τους πρώτους, βαθιά μέσα στο Μαύρο Δάσος. Έλη τους περικύκλωσαν και βάλτοι και το σκοτάδι ήτανε πυκνό. Άρχισαν να πεθαίνουν, ο ένας μετά τον άλλο, απ’ τα κουνούπια και τον μολυσμένο αέρα. Τότε, γυναίκες και παιδιά, αρχίσανε τους θρήνους και όλοι μαζί κάθισαν να σκεφτούν σαν τι θα κάνουν.
-Δύο δρόμοι ανοίγονται για μας. Ο ένας, προς τα πίσω. Μα εκεί, βρίσκονται οι δυνατοί εχθροί μας. Ο άλλος μπροστά, πέρα απ’ τα Μαύρα Δάση, εκεί που τα μεγάλα δέντρα, με τα πανίσχυρα κλωνιά τους αγκαλιάζονται κι οι κόμποι απ’ τις γυμνές τους ρίζες βυθίζονται βαθιά, στη λιπαρή τη λάσπη.
Και το σκοτάδι ήταν πυκνό και τα μεγάλα δέντρα –δέντρα πέτρινα- στεκόντουσαν βουβά και ακίνητα, μέσα στο μαύρο θάμπος και πιο σφιχτά πλησίαζαν το να το άλλο, τριγύρω στους Ανθρώπους. Μα εκείνοι είχαν συνηθίσει την απλωσιά της στέπας και πιο πολύ τους στένευε το Δάσος, παρά θηλιά κρεμάλας στο λαιμό τους.
Και η Ώρα χτύπησε Έντεκα. Και όμως, κάποτε ήταν δυνατοί και θα μπορούσαν να νικήσουν. Μα τώρα, κάτω απ’ τα πυκνά κλαδιά, χάθηκε η ψυχή και –ίσως- το σώμα. Και οι θρήνοι γέννησαν την Φρίκη. Και οι Μάνες κλαίγανε τους πεθαμένους. Και οι ζωντανοί αλυσοδέθηκαν από τον Φόβο. Λόγια δειλίας άρχισαν να ακούγονται μέσα στο Δάσος. Και ήθελαν στους εχθρούς να παν και γονατίζοντας να τους προσφέρουν τη λευτεριά τους.
Και είπε ο Ντανκό:
-Σύντροφοι, δεν κυλάει η πέτρα με την σκέψη μόνο. Όποιος δεν κάνει τίποτε, δεν του συμβαίνει τίποτε. Γιατί να σπαταλιέται η δύναμή μας στον καημό; Πάμε στο Δάσος και ας το περάσουμε ως πέρα. Σίγουρα θα χει κάποιο τέλος. Όλα στον Κόσμο έχουν ένα τέλος. Εμπρός λοιπόν!
-Οδήγησε μας, με μια φωνή είπανε όλοι. Και ξεκίνησαν.
Και σε κάθε βήμα, ο Βάλτος –άπληστο σάπιο στόμα- καταβρόχθιζε Ανθρώπους. Σαν φίδια απλωθήκανε παντού οι ρίζες και κάθε βήμα το πληρώνανε με αίμα. Περπάτησαν πολύ καιρό και όλο πύκνωναν τα σκοτάδια. Κουράστηκαν και άρχισαν να γκρινιάζουν για τον Ντάνκο και έλεγαν πως, άδικα, νέος και άπειρος τους έσυρε εδώ κάτω –κι ας είχαν όλοι τους συμφωνήσει.
Και κάποτε, στο Δάσος μπόρα ξέσπασε. Και έγινε το σκοτάδι πιο μαύρο και απ’της Κόλασης τις νύχτες. Μα ο Ντανκό περπατούσε πάντα εμπρός. Και τα κλαδιά των δέντρων τους κυκλώσανε. Και κεραυνοί σκίζανε τον αιθέρα. Όλο δυνάμεις και πιο λίγες τους απόμεναν. Μα εκείνος περπατάει πάντα μπρος –«ένας αυτός, και ζει για χίλιους». Τσάκισαν και έχασαν το θάρρος τους και ρίξανε το φταίξιμο στον Ντανκό.
-«Σας οδηγώ εγώ», μας είπες! -Σας οδήγησα. Μα εσείς; Σέρνεστε όλο πιο πολύ στη λάσπη, μπουσουλώντας με τα τέσσερα, σα ζώα. Σκοτείνιασαν τα μάτια τους και φάνηκε μέσα σ’ αυτά η λάμψη του θανάτου. «Κοίτα τους», μονολόγησε, «πριν όλοι φίλοι, τώρα όλοι τους θηρία» και λάμψανε τα μάτια του σαν φάροι. Και βλέποντάς το αυτό, σκέφτηκαν πως τρελάθηκε και πως, γι αυτό -έτσι ζωηρά- φλογίστηκε η ματιά του και φυλάχτηκαν. Και σαν κοπάδι λύκων –που θήραμα μυρίστηκε- μαζεύτηκαν, γιατί περίμεναν πως θα ριχτεί πάνω τους πρώτος. Και άρχισε να στενεύει γύρω του ο κλοιός. Και αυτός κατάλαβε τη σκέψη τους και η σκέψη γέννησε στην φλογερή καρδιά του το παράπονο. Και όλο το Δάσος άρχισε να ψέλνει το μαύρο, πένθιμο τραγούδι του. Και ο κεραυνός βροντάει και η βροχή πέφτει ασταμάτητα.
-«Αν δεν καώ εγώ –αν δεν καείς εσύ- πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως;» φώναξε, κι απ’ τη Βροντή πιο δυνατά. Και έσκισε με τα χέρια του το στήθος του και έβγαλε από μέσα την καρδιά του και την κρατάει ψηλά, απ’ τα κεφάλια πάνω των Ανθρώπων. Αναλαμπάδιασε η Καρδιά –σαν ήλιος- και το σκοτάδι διαλύθηκε μέσα στο φως. Και οι Άνθρωποι –κατάπληκτοι- μαρμάρωσαν.
-Εμπρός, φωνάζει ο Ντανκό και ρίχνεται μπροστά, στην πρωτινή του θέση, ψηλά κρατώντας την Φλεγόμενη Καρδιά του -που φώτιζε την Μοίρα των Ανθρώπων. Τον ακολούθησαν σαν μαγεμένοι. Το Δάσος αντιβούισε έκπληκτο, μα η βοή του πνίγηκε στον Ήχο των Χρωμάτων. Και τώρα πέθαιναν, μα πέθαιναν δίχως παράπονα και παρακάλια. Έτρεχαν γρήγορα μπροστά, με γενναιότητα το Φως του Φάρου ακολουθώντας –την Καρδιά του. Και ο Ντανκό πάντα προχωρούσε προς τα εμπρός και η Φλόγα της Καρδιάς του όλο φούντωνε και φούντωνε. Και τέλειωσε το Δάσος. Και έμεινε πίσω τους, βουβό. Και στα λιβάδια πέρα, στη μεγάλη στέπα σαν ξεμύτισαν, λούστηκαν ξαφνικά από ηλιόφως και καθαρό αέρα ξεπλυμένο απ’ την βροχή. Και έλαμψε ο ήλιος και πέρα, το ποτάμι, σαν φιδίσιο σώμα αντιφέγγισε. Σουρούπωνε. Κατά το λιόγερμα, άρχισε να φαντάζει κόκκινο –σαν αίμα- το ποτάμι. Και εκείνος, χαμογέλασε περήφανα.
Και έγινε η Ώρα, Δώδεκα. Στο χώμα πέφτει και η Μάνα Γη προστάζει, και λουλούδια τον αγκάλιασαν. Και δεν τον πρόσεξε κανείς που έπεσε κάτω. Και μόνο η γενναία του Καρδιά ακόμα άναβε. Και ένας, την πρόσεξε. Και –φοβισμένος- με το πόδι του την πάτησε. Και η Φλογερή Καρδιά του Ντανκό, χάθηκε για πάντα.» ( Μ. Γκόρκι)
- Σκεφτείτε με την ομάδα σας με ποιες θεματικές έννοιες συνδέεται το κείμενο (άσκηση brainstorming).
- Γράψτε σε μία παράγραφο το μήνυμα που κατά τη γνώμη σας θέλει να μεταδώσει ο συγγραφέας.
- Ποιες είναι οι βασικές αντιθέσεις που υπάρχουν στο κείμενο;
- Αν γράφατε εσείς το κείμενο, τι θα αλλάζατε και γιατί; (απάντηση σε μία παράγραφο)
- Αφηγηθείτε την ιστορία από την μεριά του Ντανκό.
- Εντοπίστε τα σημεία περιγραφής και διαβάστε το κείμενο χωρίς αυτά. Τι χάνει σε αυτή την περίπτωση το κείμενο;
- Πώς αντιλαμβάνεστε την υπογραμμισμένη φράση;
- Βρείτε τα σύμβολα που υπάρχουν στο κείμενο και αποσυμβολίστε τα.
- Με ποιον ήρωα ταυτίζεστε και γιατί;